φασκωλόμυς

φασκωλόμυς
-ος, ο, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαρσιποφόρων θηλαστικών τής Αυστραλίας που ανήκει στην οικογένεια φασκωλομυΐδες ή βομπατίδες με μοναδικό είδος το Vombatus Phascolomys ursinus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phascolomys < φάσκωλος «δερμάτινος σάκος» + μυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φασκωλομυΐδες — οι, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία οικογένειας μαρσιποφόρων θηλαστικών, με τυπικό το γένος φασκωλόμυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phascolomyidae < phascolomys (βλ. φασκωλόμυς) + κατάλ. idae] …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”